- ξεπάγωμα
- το [ξεπαγώνω]λειώσιμο τού πάγου, απόψυξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απόψυξη — η (Α ἀπόψυξις) νεοελλ. 1. το ξεπάγωμα 2. η πλήρης ψύξη αρχ. 1. το δρόσισμα 2. το ρίγος … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
απόψυξη — η το ξεπάγωμα: Η απόψυξη των ψυγείων γίνεται σήμερα αυτόματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)